τοκάδα

τοκάδα
η, Ν
ο τοκάς (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. τοκάδ-ες τού τοκάς (ΙΙ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τοκάδα — τοκάς of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκάς — (I) άδος, ή, και κατά τον Ησύχ. λακων. τ. πληθ. τοκάδερ Α (συν. για ζώο και σπάν. για πρόσ.) 1. αυτή που πρόκειται να γεννήσει, ετοιμόγεννη 2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει («κύνες τοκάδες», Καλλ.) 3. γόνιμη, καρπερή 4. μητέρα («τοκάδα τὰν...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”